Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(ἐν πέδῳ

См. также в других словарях:

  • πεδώ — άω / πεδῶ, άω ΝΜ, πεδῶ, όω Α [πέδη] (ιδίως για τα πόδια) δεσμεύω, δένω με δεσμά νεοελλ. αρχ. επιβραδύνω ή ανακόπτω εντελώς την κίνηση μιας μηχανής χρησιμοποιώντας πέδη, κρατώ κάτι ακίνητο, σταματώ, φρενάρω αρχ. 1. στερεοποιώ κάτι 2. μτφ. (για… …   Dictionary of Greek

  • πεδῶ — μέτειμι 1 sum pres subj act 1st sg (attic epic doric aeolic) πεδάω bind with fetters pres imperat mp 2nd sg πεδάω bind with fetters pres subj act 1st sg (attic epic ionic) πεδάω bind with fetters pres ind act 1st sg (attic epic ionic) πεδάω bind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέδω — πέδον ground neut nom/voc/acc dual πέδον ground neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέδῳ — πέδον ground neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέδωι — πέδῳ , πέδον ground neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπεδώ — καταπεδῶ, άω (Α) (επιτ. τ. τού πεδώ) (ποιητ. τ. και μόνο σε τμήση) μτφ. δένω, δεσμεύω ισχυρά, περιπλέκω («κατὰ δ οὖν ἕτερόν γε πέδησεν» τον έναν από τους δύο ανθρώπους συνήθως τόν περιπλέκει, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πεδῶ «δένω» (<… …   Dictionary of Greek

  • IONA sive IONAS — IONA, sive IONAS unus es 12. minoribus Prophetis. Incepit sub Ioa et Amazia. secundum quosdam, munere suo erga Ninevitas defungi, A. M. 3211. Aliis id in A, C. 3168. reicientibus. Vide deillo 2. Reg. c. 14. v. 25. et Prophetiam eius, 4. capp.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λωροπεδώ — λωροπεδῶ, έω (Μ) δένω με λουριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λῶρον + πεδῶ (< πέδη «εμπόδιο»)] …   Dictionary of Greek

  • πέδηση — η / πέδησις ΝΜ [πεδῶ] (για πρόσ. και ζώα) δέσιμο τών ποδιών για παρεμπόδιση τών κινήσεων νεοελλ. 1. τεχνολ. επιβράδυνση ή σταμάτημα τής κίνησης τροχοφόρου με μηχανική πέδη, η οποία συνίσταται στη δημιουργία αντιδρώντος ζεύγους δυνάμεων,… …   Dictionary of Greek

  • πέδον — τὸ, Α 1. το έδαφος, η γη 2. (στη δοτ. ως επίρρ.) πέδῳ στο έδαφος, καταγής 3. φρ. α) «Ζηνὸς εὐθαλὲς πέδον» η Νεμέα β) «Παλλάδος κλεινὸν πέδον» η Αθήνα και ιδίως η Ακρόπολη γ) «Λήμνου πέδον» η Λήμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πέδον ανάγεται στην απαθή βαθμίδα …   Dictionary of Greek

  • πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»